- σχολερός
- σχολερός, ά, όν,A idle, σχολερὸν προσθεῖναι τὰς αἰτίας τῷ γράμματι a waste of time, Sever.Clyst.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχολερός — ά, όν, Α 1. οκνηρός 2. φρ. «σχολερόν ἐστι» είναι σπατάλη χρόνου, χαμένη ώρα (Σευήρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία, αργία» + ερός (πρβλ. πνιγ ερός)] … Dictionary of Greek
σχολερόν — σχολερός idle masc acc sg σχολερός idle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek